- ἁμαξίου
- ἁμάξιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρμάκι — το (λ. τουρκ.) 1. ξύλινη ακτίνα τροχού του αμαξιού: Κάθε τροχός του αμαξιού έχει δώδεκα παρμάκια. 2. μτφ., βούρδουλας, ξυλοκόπημα: Μου φαίνεται σου χρειάζεται παρμάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξιά — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Κιλικίας, στους πρόποδες του Ταύρου. Τα δάση της περιοχής είχαν εκχωρηθεί από τον Αντώνιο στην Κλεοπάτρα για να ναυπηγήσει τον στόλο της. * * * η 1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα 2. διαδρομή φορτηγού … Dictionary of Greek
αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] … Dictionary of Greek
καραγωγέας — και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το … Dictionary of Greek
πατόξυλο — το 1. ξύλινο δοκάρι στέγης ή πατώματος, πάνω στο οποίο καρφώνονται οι σανίδες 2. παχιά σανίδα τού πάτου, δηλ. τού πυθμένα ή τής βάσης κιβωτίου, βαρελιού, αμαξιού … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Κιλπάτρικ, Γουίλιαμ Χερντ — (William Heard Κilpatrick, Γουάιτ Πλέινς, Τζόρτζια 1871 – Νέα Υόρκη 1965). Αμερικανός παιδαγωγός. Εμπνεύστηκε από τις παιδαγωγικές θεωρίες του Ντιούι και τα σχολικά πειράματα του Πάρκερ. Σύμφωνα με τον Κ., σκοπός της αγωγής είναι η διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek
πατόξυλο — το ξύλο του δαπέδου, ξύλο στον πάτο κιβωτίου, αμαξιού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύμπανο — τύμπανο, το και τούμπανο, το 1. κρουστό μουσικό όργανο που έχει στη μία ή και στις δύο κυκλικές επιφάνειές του τεντωμένο δέρμα που χτυπιέται με ξύλινα πλήκτρα ή και με το χέρι και βγάζει βαρύ ήχο, ταμπούρλο, νταούλι. 2. η τεντωμένη μεμβράνη στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)